heart attack



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
heart attack n (blocked circulation to the heart)έμφραγμα ουσ ουδ
  καρδιακή προσβολή επίθ + ουσ θηλ
  καρδιακό επεισόδιο επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)καρδιακό επίθ ως ουσ
 Shortness of breath and a pain in your arm may signal a heart attack.
heart attack n informal (cardiac arrest)ανακοπή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)συγκοπή ουσ θηλ
 Don't surprise John, you'll give him a heart attack.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
have a heart attack v expr (suffer blocked circulation to the heart)παθαίνω έμφραγμα ρ μ + ουσ ουδ
  παθαίνω καρδιακή προσβολή, παθαίνω καρδιακό επεισόδιο έκφρ
  (καθομιλουμένη)παθαίνω καρδιακό ρ μ + ουσ ουδ
 After he had a heart attack, my father gave up smoking.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'heart attack' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση heart attack στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «heart attack».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!